Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποανθρωποποίηση οι αποανθρωποποιήσεις
      γενική της αποανθρωποποίησης* των αποανθρωποποιήσεων
    αιτιατική την αποανθρωποποίηση τις αποανθρωποποιήσεις
     κλητική αποανθρωποποίηση αποανθρωποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποανθρωποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποανθρωποποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποανθρωποποίηση θηλυκό

  • η εξάλειψη των συναισθημάτων αγάπης, μίσους, ενθουσιασμού, στοιχείων μη ορθολογικών απρόβλεπτου χαρακτήρα από τις δραστηριότητες του ατόμου
    η αποανθρωποποίηση της γραφειοκρατίας μέσα από την ειδίκευση και τον επαγγελματισμό του ατόμου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία