απενταρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απενταρία | οι | απενταρίες |
γενική | της | απενταρίας | — | |
αιτιατική | την | απενταρία | τις | απενταρίες |
κλητική | απενταρία | απενταρίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπενταρία θηλυκό
- η έλλειψη χρημάτων, το να μην έχει κανείς χρήματα
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αψιλία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απενταρία
→ δείτε τη λέξη αψιλία |