ανωνυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανωνυχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανωνυχία θηλυκό
- (πάθηση) πλήρης ή μερική έλλειψη όλων ή μερικών νυχιών
- ※ Απόσπασμα από το βιβλίο Αισθητική Άκρων-Ονυχοπλαστική, Θεωρία & Εργαστηριακές Aσκήσεις, Γ' ΕΠΑ.Λ, Γ' Εσπερινού ΕΠΑ.Λ , σελ. 17, ※ @ebooks.edu.gr
- - Ανωνυχία: Χαρακτηρίζεται από ολική ή μερική απουσία όλων ή μερικών νυχιών. Όταν η ανωνυχία είναι επίκτητη τα νύχια επανεκφύονται αλλά συχνά δυστροφικά.
- ※ Απόσπασμα από το βιβλίο Αισθητική Άκρων-Ονυχοπλαστική, Θεωρία & Εργαστηριακές Aσκήσεις, Γ' ΕΠΑ.Λ, Γ' Εσπερινού ΕΠΑ.Λ , σελ. 17, ※ @ebooks.edu.gr
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη όνυχας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανωνυχία
|