• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αντιτείχισμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀντιτείχισμα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιτείχισμα τα αντιτειχίσματα
      γενική του αντιτειχίσματος των αντιτειχισμάτων
    αιτιατική το αντιτείχισμα τα αντιτειχίσματα
     κλητική αντιτείχισμα αντιτειχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιτείχισμα < αρχαία ελληνική ἀντιτείχισμα < ἀντιτειχίζω < τεῖχος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιτείχισμα ουδέτερο

  • κατασκευή που χρησιμεύει για να στηρίζει και να ενισχύει τη στατικότητα και την αντοχή μιας άλλης κατασκευής ή ενός άλλου τείχους

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αντιτείχισμα
  • αγγλικά : buttress (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αντιτείχισμα&oldid=5454525"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 00:57

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 00:57.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας