αντισκίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντισκίαση | οι | αντισκιάσεις |
γενική | της | αντισκίασης* | των | αντισκιάσεων |
αιτιατική | την | αντισκίαση | τις | αντισκιάσεις |
κλητική | αντισκίαση | αντισκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντισκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
προτιμώνται οι διατυπώσεις στον ενικό
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντισκίαση θηλυκό
- προστατευτικός χρωματισμός ψαριών που τα βοηθά να καμουφλαριστούν, να μην είναι εύκολα ανιχνεύσιμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντισκίαση