αντισεισμικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντισεισμικότητα < αντισεισμικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντισεισμικότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ή κάτι αντισεισμικό(ς), η ιδιότητα του αντισεισμικού
Πηγές επεξεργασία
- αντισεισμικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- αντισεισμικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισεισμικότητα
|