↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπτέριση οι αντιπτερίσεις
      γενική της αντιπτέρισης* των αντιπτερίσεων
    αιτιατική την αντιπτέριση τις αντιπτερίσεις
     κλητική αντιπτέριση αντιπτερίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπτερίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
το μπαλάκι της αντιπτέρισης (μπάντμιντον)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπτέριση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιπτέριση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία