αντιπνευματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπνευματικότητα < αντιπνευματικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιπνευματικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αντιπνευματικού
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντί, πνευματικός, πνεύμα και πνέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπνευματικότητα
|