αντιμολία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμολία < (ελληνιστική κοινή) *ἀντιμολῶ (βλ. ἀντιμολεῖν) < μολῶ < αρχαία ελληνική βλώσκω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιμολία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμολία
|
αντιμολία θηλυκό
|