αντιμωλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντιμωλία θηλυκό
- (νομικός όρος) διεξαγωγή δίκης με την παρουσία όλων των διαδίκων
- (λόγιο) αντιπαράσταση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιμωλία
|