αντιλάμπισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιλάμπισμα < αντιλαμπίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιλάμπισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αντιλαμπίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιλάμπισμα
|