αντικομμουνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικομμουνισμός < γαλλική anticommunisme
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικομμουνισμός αρσενικό
- (πολιτική) στάση και πρακτική ενάντια στον κομμουνισμό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντικομμουνιστής
- αντικομμουνιστικός
- αντικομμουνίστρια
- → δείτε τη λέξη κομμουνισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικομμουνισμός