Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταποκρισιμότητα οι ανταποκρισιμότητες
      γενική της ανταποκρισιμότητας των ανταποκρισιμοτήτων
    αιτιατική την ανταποκρισιμότητα τις ανταποκρισιμότητες
     κλητική ανταποκρισιμότητα ανταποκρισιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταποκρισιμότητα < ανταποκρίσιμος + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανταποκρισιμότητα θηλυκό

  • (λόγιο) η ιδιότητα του ανταποκρίσιμου, το να μπορεί να ανταποκριθεί κάποιος σε κάτι και να επιτύχει κάποιους στόχους
    Ο κύριος στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της ανταποκρισιμότητας του ελληνικού συστήματος υγείας, δηλαδή ο βαθμός ανταπόκρισής του στις θεμιτές προσδοκίες του πληθυσμού ως προς τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών υγείας προς αυτούς, σε συνδυασμό με παραμέτρους όπως το φύλο, η ηλικία, η εκπαίδευση, το εισόδημα, η οικογενειακή κατάσταση και η γεωγραφική περιφέρεια στην οποία διαμένουν οι ερωτηθέντες. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία