Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανισοπεδοποίηση οι ανισοπεδοποιήσεις
      γενική της ανισοπεδοποίησης των ανισοπεδοποιήσεων
    αιτιατική την ανισοπεδοποίηση τις ανισοπεδοποιήσεις
     κλητική ανισοπεδοποίηση ανισοπεδοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανισοπεδοποίηση (νεολογισμός) < ανισόπεδ(ος) + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανισοπεδοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία