ανισοπεδοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανισοπεδοποίηση | οι | ανισοπεδοποιήσεις |
γενική | της | ανισοπεδοποίησης | των | ανισοπεδοποιήσεων |
αιτιατική | την | ανισοπεδοποίηση | τις | ανισοπεδοποιήσεις |
κλητική | ανισοπεδοποίηση | ανισοπεδοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανισοπεδοποίηση (νεολογισμός) < ανισόπεδ(ος) + -ποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανισοπεδοποίηση θηλυκό
- (μηχανική) η δημιουργία ανισόπεδου κόμβου κυκλοφορίας οχημάτων
- ※ Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση, πρότειναν την κατασκευή της Αστικής Σήραγγας Ηλιούπολης αλλά και την ανισοπεδοποίηση της Λεωφόρου Βουλιαγμένης έχοντας μια φρέσκια ματιά και κάνοντας πράξη το value engineering. (* @michanikos)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανισοπεδοποίηση
|