Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανιμαλισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ανιμαλισμ
ός
οι
ανιμαλισμ
οί
γενική
του
ανιμαλισμ
ού
των
ανιμαλισμ
ών
αιτιατική
τον
ανιμαλισμ
ό
τους
ανιμαλισμ
ούς
κλητική
ανιμαλισμ
έ
ανιμαλισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανιμαλισμός
< ... <
λατινική
animal
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανιμαλισμός
αρσενικό
(
θρησκεία
)
ζωολατρία
(
βιολογία
) (
παρωχημένο
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανιμαλισμός