ανθρωπολατρεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανθρωπολατρεία < μεσαιωνική ελληνική ἀνθρωπολατρεία < (ελληνιστική κοινή) ἀνθρωπολάτρης. Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπο- + -λατρεία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανθρωπολατρεία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανθρωπολάτρης
- ανθρωπολατρικός
- → δείτε τις λέξεις άνθρωπος και λατρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανθρωπολατρεία