Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανθοκάλυκας
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ανθοκάλυκ
ας
οι
ανθοκάλυκ
ες
γενική
του
ανθοκάλυκ
α
των
ανθοκαλύκ
ων
αιτιατική
τον
ανθοκάλυκ
α
τους
ανθοκάλυκ
ες
κλητική
ανθοκάλυκ
α
ανθοκάλυκ
ες
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ανθοκάλυκας
<
άνθος
+
-ο-
+
κάλυκας
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
ανθοκάλυκας
αρσενικό
(
βοτανική
) ο
κάλυκας
ενός
άνθους
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ανθοκάλυκας
→
δείτε
τη λέξη
κάλυκας