• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ανθοκάλυκας

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθοκάλυκας οι ανθοκάλυκες
      γενική του ανθοκάλυκα των ανθοκαλύκων
    αιτιατική τον ανθοκάλυκα τους ανθοκάλυκες
     κλητική ανθοκάλυκα ανθοκάλυκες
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανθοκάλυκας < άνθος + -ο- + κάλυκας

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ανθοκάλυκας αρσενικό

  • (βοτανική) ο κάλυκας ενός άνθους

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ανθοκάλυκας
  • → δείτε τη λέξη κάλυκας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανθοκάλυκας&oldid=4879462"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Νοεμβρίου 2020, στις 10:10

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Νοεμβρίου 2020, στις 10:10.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie