αναχρησιμοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναχρησιμοποίηση | οι | αναχρησιμοποιήσεις |
γενική | της | αναχρησιμοποίησης* | των | αναχρησιμοποιήσεων |
αιτιατική | την | αναχρησιμοποίηση | τις | αναχρησιμοποιήσεις |
κλητική | αναχρησιμοποίηση | αναχρησιμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχρησιμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναχρησιμοποίηση < ανα- + χρησιμοποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναχρησιμοποίηση θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναχρησιμοποίηση
|