Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναφύτευση οι αναφυτεύσεις
      γενική της αναφύτευσης* των αναφυτεύσεων
    αιτιατική την αναφύτευση τις αναφυτεύσεις
     κλητική αναφύτευση αναφυτεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναφυτεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναφύτευση < αναφυτεύω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναφύτευση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναφυτεύω, η εκ νέου φύτευση δένδρων ή άλλων φυτών σε μια περιοχή που έχει χάσει τη βλάστησή της
  2. το ξαναφύτεμα ενός φυτού, η μεταφύτευσή του

  Μεταφράσεις επεξεργασία