αναφύτευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναφύτευση | οι | αναφυτεύσεις |
γενική | της | αναφύτευσης* | των | αναφυτεύσεων |
αιτιατική | την | αναφύτευση | τις | αναφυτεύσεις |
κλητική | αναφύτευση | αναφυτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναφυτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναφύτευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναφυτεύω, η εκ νέου φύτευση δένδρων ή άλλων φυτών σε μια περιοχή που έχει χάσει τη βλάστησή της
- το ξαναφύτεμα ενός φυτού, η μεταφύτευσή του
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναφύτευση