Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανασύνταξη οι ανασυντάξεις
      γενική της ανασύνταξης* των ανασυντάξεων
    αιτιατική την ανασύνταξη τις ανασυντάξεις
     κλητική ανασύνταξη ανασυντάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασυντάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασύνταξη < αρχαία ελληνική ἀνασύνταξις, μορφολογικά αναλύεται ανά- + σύνταξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανασύνταξη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασυντάσσω, η ανασυγκρότηση των δυνάμεων (προσωπικών ή του στρατού)
  2. η τακτοποίηση εκ νέου ενός καταλάγου, ο έλεγχος των επιμέρους στοιχείων του και η σύνθεση νέου καταλόγου με επικαιροποιημένα στοιχεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία