αναπτηράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αναπτηράκι | τα | αναπτηράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αναπτηράκι | τα | αναπτηράκια |
κλητική | αναπτηράκι | αναπτηράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπτηράκι < υποκοριστικό του αναπτήρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναπτηράκι ουδέτερο
- μικρός αναπτήρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αναπτήρας
αναπτηράκι
|