αναπαημός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπαημός < αναπαύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναπαημός αρσενικό
- (ιδιωματικό) ανάπαυση, παύση, σταμάτημα, ησυχία
- Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, / και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν· / και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, / μα στο Καλό κ' εις το Κακό περιπατούν και τρέχουν (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Α, 1-4)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπαημός
|