↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναπαημός οι αναπαημοί
      γενική του αναπαημού των αναπαημών
    αιτιατική τον αναπαημό τους αναπαημούς
     κλητική αναπαημέ αναπαημοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπαημός < αναπαύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπαημός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία