αναπήνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπήνιση | οι | αναπηνίσεις |
γενική | της | αναπήνισης* | των | αναπηνίσεων |
αιτιατική | την | αναπήνιση | τις | αναπηνίσεις |
κλητική | αναπήνιση | αναπηνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπηνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναπήνιση < αρχαία ελληνική ἀναπηνίζομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναπήνιση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία του ξετυλίγματος του νήματος που ύφανε ο μεταξοσκώληκας
- Για να γίνει το κουκούλι ύφασμα, απαιτούνται δύο διαδικασίες: η νηματοποίηση και η ύφανση. Κατά την πρώτη, τη νηματοποίηση, γίνεται η αναπήνιση των καλών κουκουλιών (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναπήνιση
|