αναξιοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναξιοσύνη θηλυκό
- η αναξιότητα, η ιδιότητα εκείνου που κατά κανόνα πρέπει να είναι άξιος και αποδεικνύεται ότι δεν είναι (π.χ. η αναξιοσύνη κληρικού, πολιτικού ή άλλου λειτουργού)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναξιοσύνη