ανακάλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακάλημα < μεσαιωνική ελληνική ἀνακάλημα[1] < αρχαία ελληνική ἀνακαλέω < ἀνά + καλέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανακάλημα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακάλημα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανακάλημα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].