αναβιωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβιωτής < αναβιώ(νω) + -τής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.vi.oˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βι‐ω‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβιωτής αρσενικό (θηλυκό αναβιώτρια)
- αυτός που αναβιώνει κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αναβιώνω, ανά και βίος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αναβιωτής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας