ανέγκαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανέγκαση | οι | ανέγκασες |
γενική | της | ανέγκασης | — | |
αιτιατική | την | ανέγκαση | τις | ανέγκασες |
κλητική | ανέγκαση | ανέγκασες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανέγκαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανέγκαση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανέγκαση
→ δείτε τις λέξεις στενοχώρια και θυμός |
Πηγές επεξεργασία
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 436.