αμυλοπηκτίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμυλοπηκτίνη < αμυλο- + πηκτίνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμυλοπηκτίνη θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία πολυμερισμένος υδατάνθρακας με μεγάλο μοριακό βάρος, ο οποίος συντίθεται από αλυσίδες μονάδων γλυκόζης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμυλοπηκτίνη
|