↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυλοπηκτίνη οι αμυλοπηκτίνες
      γενική της αμυλοπηκτίνης των αμυλοπηκτινών
    αιτιατική την αμυλοπηκτίνη τις αμυλοπηκτίνες
     κλητική αμυλοπηκτίνη αμυλοπηκτίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμυλοπηκτίνη < αμυλο- + πηκτίνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμυλοπηκτίνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία