αμετανοησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμετανοησία | οι | αμετανοησίες |
γενική | της | αμετανοησίας | των | αμετανοησιών |
αιτιατική | την | αμετανοησία | τις | αμετανοησίες |
κλητική | αμετανοησία | αμετανοησίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμετανοησία < μεσαιωνική ελληνική ἀμετανοησία < αρχαία ελληνική μετανοέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμετανοησία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμετανοησία