αμαξοδήγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμαξοδήγηση | οι | αμαξοδηγήσεις |
γενική | της | αμαξοδήγησης | των | αμαξοδηγήσεων |
αιτιατική | την | αμαξοδήγηση | τις | αμαξοδηγήσεις |
κλητική | αμαξοδήγηση | αμαξοδηγήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμαξοδήγηση < (άμαξα) αμαξ- + οδήγηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμαξοδήγηση θηλυκό
- (αθλητισμός) η οδήγηση άμαξας
- ※ Η χώρα μας συνεχίζει την παρουσία της σε μεγάλες ιππικές διοργανώσεις και στο άθλημα της αμαξοδήγησης. Η Ελλάδα θα εκπροσωπηθεί σε δύο Παγκόσμια Πρωταθλήματα του εντυπωσιακού ιππικού αθλήματος μέσα στις επόμενες δεκαπέντε ημέρες. (www.zougla.gr, 5/9/2019)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμαξοδήγηση
|