αλοιφαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλοιφαδόρος αρσενικό
- ηλεκτρικό περιστροφικό τριβείο με ειδική βούρτσα ή πανί για επάλειψη επιφανειών με αλοιφή, συνηθέστερα αμαξωμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλοιφαδόρος
|