αλληλοενημέρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλοενημέρωση | οι | αλληλοενημερώσεις |
γενική | της | αλληλοενημέρωσης* | των | αλληλοενημερώσεων |
αιτιατική | την | αλληλοενημέρωση | τις | αλληλοενημερώσεις |
κλητική | αλληλοενημέρωση | αλληλοενημερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοενημερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλληλοενημέρωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοενημέρωση
|