Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αληταράς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αληταρ
άς
οι
αληταρ
άδες
γενική
του
αληταρ
ά
των
αληταρ
άδων
αιτιατική
τον
αληταρ
ά
τους
αληταρ
άδες
κλητική
αληταρ
ά
αληταρ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αληταράς
<
αλήτ(ης)
+
μεγεθυντικό
επίθημα
-αράς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αληταράς
αρσενικό
ο
μεγάλος
αλήτης
, αυτός που έχει τις ιδιότητες του αλήτη σε μεγάλο βαθμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αληταράς