αλετροπόδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλετροπόδι | τα | αλετροπόδια |
γενική | του | αλετροποδιού | των | αλετροποδιών |
αιτιατική | το | αλετροπόδι | τα | αλετροπόδια |
κλητική | αλετροπόδι | αλετροπόδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλετροπόδι ουδέτερο
Ταυτόσημο επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλετροπόδι