↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλγοϋποδοχέας οι αλγοϋποδοχείς
      γενική του αλγοϋποδοχέα
αλγοϋποδοχέως
των αλγοϋποδοχέων
    αιτιατική τον αλγοϋποδοχέα τους αλγοϋποδοχείς
     κλητική αλγοϋποδοχέα αλγοϋποδοχείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλγοϋποδοχέας < άλγ(ος) + -ο- + υποδοχέας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλγοϋποδοχέας θηλυκό

  • νευρικός αισθητήρας με τον οποίο ένας οργανισμός αντιλαμβάνεται τον πόνο.
    ※  Τα καρκινοειδή και πολλοί ακόμα οργανισμοί διαθέτουν ειδικούς υποδοχείς (αλγοϋποδοχείς) που αντιλαμβάνονται τα επικίνδυνα ερεθίσματα και ενεργοποιούν ένα ταχύτατο ανακλαστικό αποφυγής. (εφημερίδα Το Βήμα, 18/1/2013)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία