αλγεβρική τοπολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλγεβρική τοπολογία | οι | αλγεβρικές τοπολογίες |
γενική | της | αλγεβρικής τοπολογίας | των | αλγεβρικών τοπολογιών |
αιτιατική | την | αλγεβρική τοπολογία | τις | αλγεβρικές τοπολογίες |
κλητική | αλγεβρική τοπολογία | αλγεβρικές τοπολογίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλγεβρική τοπολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: algebraic topology
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααλγεβρική τοπολογία θηλυκό
- (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που μελετά τοπολογικούς χώρους χρησιμοποιώντας εργαλεία από την αφηρημένη άλγεβρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλγεβρική τοπολογία