αλβανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλβανός | οι | αλβανοί |
γενική | του | αλβανού | των | αλβανών |
αιτιατική | τον | αλβανό | τους | αλβανούς |
κλητική | αλβανέ | αλβανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.vaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλβανός αρσενικό (θηλυκό αλβανή)
- (σε επιθετική λειτουργία) ο Αλβανός
- (αργκό) το χαμηλής ποιότητας χασίσι που προέρχεται από την Αλβανία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλβανός
|