ακρούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακρούλα | οι | ακρούλες |
γενική | της | ακρούλας | — | |
αιτιατική | την | ακρούλα | τις | ακρούλες |
κλητική | ακρούλα | ακρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακρούλα < άκρη + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακρούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του: άκρη
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άκρη
ακρούλα
|