↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακοκκιοκυτταραιμία οι ακοκκιοκυτταραιμίες
      γενική της ακοκκιοκυτταραιμίας των ακοκκιοκυτταραιμιών
    αιτιατική την ακοκκιοκυτταραιμία τις ακοκκιοκυτταραιμίες
     κλητική ακοκκιοκυτταραιμία ακοκκιοκυτταραιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ακοκκιοκυτταραιμία < α- (στερητικό) + κοκκιοκύτταρα + αναιμία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακοκκιοκυτταραιμία θηλυκό

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • συνηθέστερα οφείλεται στην επίδραση τοξικών παραγόντων ή ακτινοβολιών στο μυελό των οστών όπου παράγονται τα κοκκιοκύτταρα.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία