Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουδετεροπενία οι ουδετεροπενίες
      γενική της ουδετεροπενίας των ουδετεροπενιών
    αιτιατική την ουδετεροπενία τις ουδετεροπενίες
     κλητική ουδετεροπενία ουδετεροπενίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουδετεροπενία < ουδέτερο + πενία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουδετεροπενία θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνηθέστερα οφείλεται στην επίδραση τοξικών παραγόντων ή ακτινοβολιών στο μυελό των οστών όπου παράγονται τα κοκκιοκύτταρα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία