ουδετεροπενία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουδετεροπενία θηλυκό
- (ιατρική): η κατάσταση των χαμηλών τιμών ουδετερόφιλων κοκκιοκυττάρων στο αίμα, κάτω των 1500/μl, η οποία καθιστά τον οργανισμό πιο ευάλωτο σε λοιμώξεις.
Σημειώσεις επεξεργασία
- συνηθέστερα οφείλεται στην επίδραση τοξικών παραγόντων ή ακτινοβολιών στο μυελό των οστών όπου παράγονται τα κοκκιοκύτταρα.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ακοκκιοκυτταραιμία (προς σύγκριση).
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουδετεροπενία