↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθητοποίηση οι αισθητοποιήσεις
      γενική της αισθητοποίησης* των αισθητοποιήσεων
    αιτιατική την αισθητοποίηση τις αισθητοποιήσεις
     κλητική αισθητοποίηση αισθητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αισθητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αισθητοποίηση < αισθητοποιώ (αισθητοποίησα) + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αισθητοποίηση θηλυκό

  • η ενέργεια να παραστήσω κάτι ή με κάποιον τρόπο να το περιγράψω, ώστε να γίνει αισθητό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία