αισθητοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αισθητοποίηση | οι | αισθητοποιήσεις |
γενική | της | αισθητοποίησης* | των | αισθητοποιήσεων |
αιτιατική | την | αισθητοποίηση | τις | αισθητοποιήσεις |
κλητική | αισθητοποίηση | αισθητοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αισθητοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αισθητοποίηση < αισθητοποιώ (αισθητοποίησα) + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αισθητοποίηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αισθητοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αισθητοποίηση
|