Ετυμολογία

επεξεργασία
αισθητοποιώ < αισθητός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) rendre sensible)

αισθητοποιώ (παθητική φωνή: αισθητοποιούμαι)

  • παρουσιάζω κάτι ή το περιγράφω, ώστε να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία