Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοσκοπία οι αιμοσκοπίες
      γενική της αιμοσκοπίας των αιμοσκοπιών
    αιτιατική την αιμοσκοπία τις αιμοσκοπίες
     κλητική αιμοσκοπία αιμοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιμοσκοπία < αίμ(α) + -ο- + -σκοπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιμοσκοπία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία