αιμοσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιμοσκοπία < αίμ(α) + -ο- + -σκοπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμοσκοπία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του αιματοσκοπία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμοσκοπία
|