αιματίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αιματίτης < αίμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιματίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) φυσικό οξείδιο του σιδήρου, χρώματος κοκκινωπού ή καφετί
- μαύρο πετράδι, με μεταλλική λάμψη, από αυτό το οξείδιο
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
αιματίτης στη Βικιπαίδεια