αιθεροβάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααιθεροβάτης αρσενικό
- αυτός που αιθεροβατεί, που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αιθεροβάμων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αιθεροβάμων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιθεροβάτης
|