αεροφράκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροφράκτης αρσενικό
- (νεολογισμός) κατασκευή που περιορίζει τις αρνητικές συνέπειες του ανέμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροφράκτης
|
αεροφράκτης αρσενικό
|