αεροπυρόσβεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροπυρόσβεση | οι | αεροπυροσβέσεις |
γενική | της | αεροπυρόσβεσης* | των | αεροπυροσβέσεων |
αιτιατική | την | αεροπυρόσβεση | τις | αεροπυροσβέσεις |
κλητική | αεροπυρόσβεση | αεροπυροσβέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεροπυροσβέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.piˈɾo.zve.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐πυ‐ρό‐σβε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροπυρόσβεση θηλυκό
- (νεολογισμός, αεροπορικός όρος) πυρόσβεση που επιχειρείται από αέρος
- ※ για τις τρέχουσες αποστολές αεροπυροσβέσεως των πολεμικών Μοιρών ενημερώθηκε σήμερα (3-7-17) το πρωί ο Αρχηγός ΓΕΑ αντιπτέραρχος (Ι) ... κατά την επίσκεψη του στην 112 Πτέρυγα Μάχης, στην αεροπορική βάση Ελευσίνας (Στην Ελευσίνα ο Αρχηγός ΓΕΑ: επισκέφθηκε τη βάση των πυροσβεστικών αεροσκαφών, εφημερίδα ΘΡΙΑΣΙΟ, 03/07/2017 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεροπυρόσβεση
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr