αεροπλανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αεροπλανάκι | τα | αεροπλανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αεροπλανάκι | τα | αεροπλανάκια |
κλητική | αεροπλανάκι | αεροπλανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αεροπλανάκι < αεροπλάν(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.plaˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐πλα‐νά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροπλανάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αεροπλάνο
αεροπλανάκι
|