αγκωνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡoˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκω‐νιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααγκωνιάζω, αόρ.: αγκώνιασα, παθ.φωνή: αγκωνιάζομαι, π.αόρ.: αγκωνιάστηκα, μτχ.π.π.: αγκωνιασμένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγκωνιάζω | αγκώνιαζα | θα αγκωνιάζω | να αγκωνιάζω | αγκωνιάζοντας | |
β' ενικ. | αγκωνιάζεις | αγκώνιαζες | θα αγκωνιάζεις | να αγκωνιάζεις | αγκώνιαζε | |
γ' ενικ. | αγκωνιάζει | αγκώνιαζε | θα αγκωνιάζει | να αγκωνιάζει | ||
α' πληθ. | αγκωνιάζουμε | αγκωνιάζαμε | θα αγκωνιάζουμε | να αγκωνιάζουμε | ||
β' πληθ. | αγκωνιάζετε | αγκωνιάζατε | θα αγκωνιάζετε | να αγκωνιάζετε | αγκωνιάζετε | |
γ' πληθ. | αγκωνιάζουν(ε) | αγκώνιαζαν αγκωνιάζαν(ε) |
θα αγκωνιάζουν(ε) | να αγκωνιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγκώνιασα | θα αγκωνιάσω | να αγκωνιάσω | αγκωνιάσει | ||
β' ενικ. | αγκώνιασες | θα αγκωνιάσεις | να αγκωνιάσεις | αγκώνιασε | ||
γ' ενικ. | αγκώνιασε | θα αγκωνιάσει | να αγκωνιάσει | |||
α' πληθ. | αγκωνιάσαμε | θα αγκωνιάσουμε | να αγκωνιάσουμε | |||
β' πληθ. | αγκωνιάσατε | θα αγκωνιάσετε | να αγκωνιάσετε | αγκωνιάστε | ||
γ' πληθ. | αγκώνιασαν αγκωνιάσαν(ε) |
θα αγκωνιάσουν(ε) | να αγκωνιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγκωνιάσει | είχα αγκωνιάσει | θα έχω αγκωνιάσει | να έχω αγκωνιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγκωνιάσει | είχες αγκωνιάσει | θα έχεις αγκωνιάσει | να έχεις αγκωνιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγκωνιάσει | είχε αγκωνιάσει | θα έχει αγκωνιάσει | να έχει αγκωνιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγκωνιάσει | είχαμε αγκωνιάσει | θα έχουμε αγκωνιάσει | να έχουμε αγκωνιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγκωνιάσει | είχατε αγκωνιάσει | θα έχετε αγκωνιάσει | να έχετε αγκωνιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγκωνιάσει | είχαν αγκωνιάσει | θα έχουν αγκωνιάσει | να έχουν αγκωνιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγκωνιάζομαι | αγκωνιαζόμουν(α) | θα αγκωνιάζομαι | να αγκωνιάζομαι | ||
β' ενικ. | αγκωνιάζεσαι | αγκωνιαζόσουν(α) | θα αγκωνιάζεσαι | να αγκωνιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αγκωνιάζεται | αγκωνιαζόταν(ε) | θα αγκωνιάζεται | να αγκωνιάζεται | ||
α' πληθ. | αγκωνιαζόμαστε | αγκωνιαζόμαστε αγκωνιαζόμασταν |
θα αγκωνιαζόμαστε | να αγκωνιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αγκωνιάζεστε | αγκωνιαζόσαστε αγκωνιαζόσασταν |
θα αγκωνιάζεστε | να αγκωνιάζεστε | (αγκωνιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αγκωνιάζονται | αγκωνιάζονταν αγκωνιαζόντουσαν |
θα αγκωνιάζονται | να αγκωνιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγκωνιάστηκα | θα αγκωνιαστώ | να αγκωνιαστώ | αγκωνιαστεί | ||
β' ενικ. | αγκωνιάστηκες | θα αγκωνιαστείς | να αγκωνιαστείς | αγκωνιάσου | ||
γ' ενικ. | αγκωνιάστηκε | θα αγκωνιαστεί | να αγκωνιαστεί | |||
α' πληθ. | αγκωνιαστήκαμε | θα αγκωνιαστούμε | να αγκωνιαστούμε | |||
β' πληθ. | αγκωνιαστήκατε | θα αγκωνιαστείτε | να αγκωνιαστείτε | αγκωνιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αγκωνιάστηκαν αγκωνιαστήκαν(ε) |
θα αγκωνιαστούν(ε) | να αγκωνιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγκωνιαστεί | είχα αγκωνιαστεί | θα έχω αγκωνιαστεί | να έχω αγκωνιαστεί | αγκωνιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγκωνιαστεί | είχες αγκωνιαστεί | θα έχεις αγκωνιαστεί | να έχεις αγκωνιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγκωνιαστεί | είχε αγκωνιαστεί | θα έχει αγκωνιαστεί | να έχει αγκωνιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγκωνιαστεί | είχαμε αγκωνιαστεί | θα έχουμε αγκωνιαστεί | να έχουμε αγκωνιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγκωνιαστεί | είχατε αγκωνιαστεί | θα έχετε αγκωνιαστεί | να έχετε αγκωνιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγκωνιαστεί | είχαν αγκωνιαστεί | θα έχουν αγκωνιαστεί | να έχουν αγκωνιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγκωνιασμένος - είμαστε, είστε, είναι αγκωνιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγκωνιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγκωνιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγκωνιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγκωνιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγκωνιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγκωνιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βάζω στη γωνία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)