Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γωνιάζω < αρχαία ελληνική γωνιάζω < γωνία (σχηματίζω γωνία)

  Ρήμα επεξεργασία

γωνιάζω

  1. δημιουργώ γωνία σε ένα αντικείμενο
  2. ευθυγραμμίζω


Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία