γωνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γωνιάζω < αρχαία ελληνική γωνιάζω < γωνία (σχηματίζω γωνία)
Ρήμα
επεξεργασίαγωνιάζω
- δημιουργώ γωνία σε ένα αντικείμενο
- ευθυγραμμίζω
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γωνιάζω
|